- ψευδομάχη
- η, ΝΜνεοελλ.στρ. εικονική μάχη σε στρατιωτικά γυμνάσιαμσν.ψεύτικη μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + μάχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναρθηκοφόρος — ναρθηκοφόρος, ον (Α) 1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος 2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου 3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek